Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γδύνω [γδíno] -ομαι Ρ1 : 1. βγάζω τα ρούχα κάποιου· ξεντύνω· (πρβ. γυμνώνω). ANT ντύνω: Γδυθείτε παρακαλώ να σας εξετάσω. || Mερικά ρούχα περισσότερο γδύνουν παρά ντύνουν τις γυναίκες. ΦΡ ~ κπ. με τα μάτια, παρατηρώ κπ. επίμονα και προκλητικά. || (επέκτ.) βγάζω τα ρούχα κάποιου για να του φορέσω άλλα: ~ το παιδί για να το βάλω στο κρεβάτι, του βάζω τις πιτζάμες. Γδυθήκαμε στις καμπίνες και πέσαμε να κολυμπήσουμε. 2. (ενεργ., μτφ.) α. για κλέφτη που αφαιρεί σχεδόν τα πάντα από κάπου: Mπήκαν κλέφτες και του έγδυσαν το μαγαζί. β. αποσπώ χρήματα βάζοντας υπερβολικές τιμές· γδέρνω2β: Φάγαμε δύο ψάρια και μας έγδυσαν. || Mας έγδυσαν χτες βράδυ στα χαρτιά, μας πήραν όλα μας τα λεφτά.
[αρχ. ἐκδύω > μσν. γδύνω (μεταπλ. σύγκρ. φέρνω), αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kδ > gδ > γδ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων. (πρβ. σπάν. αρχ. ἐκδύνω)]