Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλουχώ
1 εγγραφή
γαλουχώ [γaluxó] -ούμαι Ρ10.9 : διαπαιδαγωγώ κπ. από τα πρώτα του βήματα, μορφώνω, ανατρέφω κπ. με βάση κυρίως υψηλές αρχές και ιδέες: Γαλουχήθηκαν / γαλουχημένοι με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

[λόγ. < ελνστ. γαλουχῶ `θηλάζω κπ.΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες