Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλιάντρα η [γalándra] Ο25α : 1. ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης.
[αντδ. < μσν. *καλιάντρα ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [tin-k > tiŋg > γ] ) < λατ. *calandra, *caliandra (πρβ. caliandrum `γυναικεία περούκα΄, λ. στηριγμένη στο όν. του πουλιού) < ελνστ. κάλανδρος, *καλάνδρα (πρβ. ιταλ. calandra και σημερ. διαλεκτ. καλάντρα)]