Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαζώνω [γazóno] -ομαι Ρ1 : 1. ράβω στη ραπτομηχανή, ενώνω δύο κομμάτια ύφασμα, δέρμα, πλαστικό κτλ. με γαζί: ~ το φόρεμα / το παντελόνι. H μηχανή μου χάλασε και δε γαζώνει. 2. (μτφ.) πυροβολώ με ταχυβόλο όπλο, σκοτώνω κπ. με ριπές ταχυβόλου: Δύο άτομα σκοτώθηκαν, όταν το αυτοκίνητό τους γαζώθηκε από αγνώστους. Οι αστυνομικοί τούς γάζωσαν με τα αυτόματα. Tον βρήκαν σ΄ ένα χαντάκι γαζωμένο από σφαίρες.
[γαζ(ί) -ώνω]