Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαβριάς
1 εγγραφή
γαβριάς ο [γavriás] Ο1 : (σπάν.) έξυπνο και χαριτωμένο αλητάκι· (πρβ. χαμίνι).

[λόγ. < γαλλ. gavroche < ανθρωπων. Gavroche (ήρωας των Aθλίων του V. Hugo), με παρετυμ. προς το αρχ. γαυριῶ `έχω περήφανο ύφος, σκιρτάω σαν πουλάρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες