Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάρος
1 εγγραφή
γάρος ο [γáros] Ο18 : η άρμη των παστών ψαριών.

[αρχ. γάρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες