Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρόμη η [vrómi] Ο30 : δημητριακό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.
[αρχ. ὁ βρόμ(ος) μεταπλ. -η (η αλλ. γένους ίσως κατά τη λ. σίκαλη)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ὁ βρόμ(ος) μεταπλ. -η (η αλλ. γένους ίσως κατά τη λ. σίκαλη)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |