Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρεφοκομείο το [vrefokomío] Ο39 : ίδρυμα, το οποίο αναλαμβάνει την περίθαλψη και την ανατροφή βρεφών που εγκαταλείπονται από τους γονείς τους: Δημόσιο / δημοτικό / ιδιωτικό ~.
[λόγ. βρεφο- + -κομείον αναλ. προς τα νοσοκομείο(ν), γηροκομείο(ν)]