Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχονησίδα η [vraxonisíδa] Ο26 : (γεωλ.) μικρό και ακατοίκητο βραχώδες νησί.
[λόγ. βράχ(ος) -ο- + νησ(ίς) -ίδα μτφρδ. της λ. βραχονήσι]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. βράχ(ος) -ο- + νησ(ίς) -ίδα μτφρδ. της λ. βραχονήσι]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |