Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχίονας ο [vraxíonas] Ο5 : 1α. το τμήμα του χεριού από την ωμοπλάτη ως τον αγκώνα· μπράτσο: Tο οστό / οι μύες του βραχίονα. β. (λόγ.) το χέρι. 2. καθετί που μοιάζει με βραχίονα στη μορφή ή στη λειτουργία: ~ του πικάπ, το κινητό μπράτσο που στο άκρο του φέρει την κεφαλή και τη βελόνα. ~ του λιμανιού, λιμενοβραχίονας. Ο ~ του διαστημικού οχήματος, μηχανικό χέρι. || (μηχ.) ~ στροφάλου / μοχλού / τροχαλίας.
[λόγ. < αρχ. βραχίων, αιτ. -ονα]