Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρακί
1 εγγραφή
βρακί το [vrakí] Ο43 : 1. (οικ.) εσώρουχο που καλύπτει το κάτω μέρος της λεκάνης και έχει δύο ανοίγματα για τα πόδια: Aντρικό ~, σώβρακο, σλιπ. Γυναικείο ~, κιλότα, σλιπάκι. Zέρσεϊ / νάιλον / βαμβακερό ~. ΦΡ δεν έχει (δεύτερο) ~ να φορέσει, στερείται τα πάντα. δεν ξέρει (ακόμα) να δέσει το ~ του, δεν έχει κοινωνική πείρα. πούλησε και το ~ του, καταστράφηκε οικονομικά. την πήρε / την παντρεύτηκε με το ~ της, χωρίς προίκα. τον έβαλε / έχει στο ~ της, τον κάνει ό,τι θέλει, τον εξουσιάζει πλήρως. (είναι) κώλος και ~, για πολύ στενή σχέση, φιλία. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, η συμπεριφορά πρέπει να είναι ανάλογη με την κοινωνική θέση ή οι σοβαρές και δύσκολες προσπάθειες απαιτούν ανάλογες ικανότητες. 2. (πληθ.) α. το βρακί. ΦΡ τα ΄κανε στα βρακιά του / της. γέμισε τα βρακιά του / της, φοβήθηκε πάρα πολύ. β. συνολικά, τα ενδύματα που περιβάλλουν το κάτω μέρος του σώματος: Tου πέφτουν τα βρακιά του συνεχώς. Mάζεψε / κατέβασε τα βρακιά σου. βρακάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Πάνα* ~. βράκα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. βρακί(ον) υποκορ. του ελνστ. βράκα· βρακ(ί) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες