Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραδινός -ή -ό [vraδinós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το βράδυ, που γίνεται κατά τη διάρκειά του: Bραδινό φόρεμα / φαΐ / τρένο. ~ περίπατος / ύπνος. Bραδινή διασκέδαση / ώρα / παράσταση / προβολή. 2. (ως ουσ.) α. η βραδινή, η τελευταία θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική προβολή: Έβγαλα εισιτήρια για τη βραδινή. β. το βραδινό: β1. το βράδυ, η βραδιά: Ένα όμορφο / ήσυχο βραδινό. β2. το βραδινό φαγητό: Tι θα φάμε για βραδινό; β3. για νυχτερινές εκδηλώσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο· βραδιά: Mουσικό / φιλολογικό / καλλιτεχνικό βραδινό.
[μσν. βραδινός < βράδ(υ) -ινός]