Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρίθω
1 εγγραφή
βρίθω [vríθo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) έχω κτ. σε μεγάλη ποσότητα, είμαι γεμάτος από κτ.: Tο βιβλίο βρίθει λαθών / από λάθη.

[λόγ. < αρχ. βρίθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες