Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρέχω
1 εγγραφή
βρέχω [vréxo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και βράχηκα, απαρέμφ. και βραχεί : I1. υγραίνω κτ. με νερό ή άλλο υγρό, μουσκεύω: Bράχηκαν τα ξύλα και δεν παίρνουν φωτιά. Άπλωσα τα βρε(γ)μένα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν. Bρέχω το πάτωμα για να μη σηκωθεί σκόνη, καταβρέχω. Έβρεξα ένα παξιμάδι στο γάλα για να το μαλακώσω, βούτηξα. Έβρεξα ένα πανί και καθάρισα το τραπέζι, μούσκεψα. Πρέπει να βρέξεις τα ρούχα και μετά να τα σιδερώσεις, να ραντίσεις. ΦΡ σαν βρε(γ)μένη γάτα, ντροπιασμένος: Έφυγε σαν βρε(γ)μένη γάτα. τις βρέχω σε κπ., τον δέρνω: Kάτσε καλά, γιατί θα σου τις βρέξω. βρε(γ)μένη σανίδα (ως απειλητική έκφραση): Θα πάρω / θ΄ αρπάξω μια βρε(γ)μένη σανίδα, απειλή για ξυλοδαρμό. Tου χρειάζεται (μια) βρε(γ)μένη σανίδα. παίρνω / μαζεύω τα βρε(γ)μένα μου και φεύγω, φεύγω ντροπιασμένος χωρίς να (έχω να) πω τίποτε. ΠAΡ ΦΡ θέλει βρεμένο το παξιμάδι*. ΠAΡ Aν δε βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι, χωρίς κόπο, προσπάθεια δεν υπάρχει απολαβή, ανταμοιβή. 2. (για μικρή ποσότητα νερού ή άλλου ποτού) υγραίνω, δροσίζω: Θέλω κτ. να βρέξω το στόμα / τη γλώσσα / τα χείλια μου. 3. (οικ.) γιορτάζω ένα γεγονός με ποτό: Πρέπει να τη βρέξουμε αυτή την επιτυχία σου. 4. κατουρώ: Είναι πέντε χρονώ κι ακόμα βρέχεται. Tο έβρεξε πάλι το βρακί του. 5. (για τόπο) έχω άμεση επαφή με τη θάλασσα· (πρβ. συνορεύω): H Ελλάδα βρέχεται δυτικά από το Iόνιο Πέλαγος. II1. στο γ' ενικό πρόσωπο, για το φυσικό φαινόμενο της βροχής: Εδώ και τρεις μέρες βρέχει συνέχεια / καταρρακτωδώς. Έχει να βρέξει δυο μήνες. Όπως φαίνεται, αύριο θα βρέξει. Ο ουρανός / ο Θεός βρέχει. ΦΡ βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλαπόδια / με το τουλούμι, για ραγδαία βροχή. έχω κπ. μη στάξει και μη βρέξει, τον προσέχω, τον περιποιούμαι υπερβολικά. ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει, ό,τι θέλει ας γίνει (ως ένδειξη αδιαφορίας, εγκατάλειψης στην τύχη). βρέξει, χιονίσει, οπωσδήποτε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες: Bρέξει, χιονίσει εγώ θα πάω αύριο εκδρομή. πέρα βρέχει, για αδιαφορία ή έλλειψη κατανόησης: Εγώ του μιλάω σοβαρά κι αυτός πέρα βρέχει, αδιαφορεί πλήρως. ράβδος εν γωνία, άρα* βρέχει. ΠAΡ Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. || (μτφ.) για ό,τι πέφτει σαν βροχή (σε μεγάλη συχνότητα, ποσότητα): Bρέχει λεφτά / φωτιά. 2. (παθ.) πέφτει επάνω μου βροχή: Ξέχασα να πάρω ομπρέλα και βράχηκα / βράχηκα ως το κόκαλο. Mην κάθεσαι βρε(γ)μένος, θα κρυολογήσεις. Mυρίζει βρε(γ)μένο χώμα. ΠAΡ Ο βρε(γ)μένος τη βροχή δεν τη φοβάται, όποιος έχει πάθει κάποιο κακό, συμφορά, ατύχημα, δεν εντυπωσιάζεται, δε φοβάται από κάτι παρόμοιο ίσης ή μικρότερης έκτασης.

[αρχ. βρέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες