Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βράδυ
15 εγγραφές [1 - 10]
βράδυ το [vráδi] Ο44 : το χρονικό διάστημα μετά τη δύση του ήλιου ως τα μεσάνυχτα: Δουλεύει απ΄ το πρωί ως το ~. Kοντεύει το ~ κι ακόμα δεν τέλειωσα τις δουλειές μου. Aύριο το ~ θα περάσω να σε πάρω, να πάμε για κανένα ποτό. Πέρασα το ~ διαβάζοντας. || η νύχτα, το σκοτάδι της νύχτας: Ήρθε το ~ κι εμείς ακόμα περπατούσαμε. Περνάνε τα βράδια τους διαβάζοντας ως το πρωί. Πέφτει το ~ κι η κίνηση στο δρόμο αραιώνει. (έκφρ.) πρωί ~, διαρκώς. από το πρωί* ως το ~ και από το ~ ως το πρωί. || (ως κατάρα) να μη σε βρει το ~!, να πεθάνεις. || (ως ευχή) καλό ~. || (ως επίρρ.): Θα περάσω αύριο ~ να τα πούμε. Xθες ~ σου τηλεφώνησα. βραδάκι το YΠΟKΟΡ το πρώτο διάστημα του βραδιού: Έλα το ~ να πάμε σινεμά. Aς δώσουμε ένα ραντεβού κατά το ~.

[μσν. βράδυ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. βραδύς, με μετακ. του τόνου ίσως κατά το ελνστ. επίρρ. βράδιον `αργότερα΄]

βραδυ- [vraδi] & βραδύ- [vraδí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται με αργό, όχι συνηθισμένο ή όχι επιθυμητό ρυθμό: βραδύκαυστος, ~φλεγής· ~κίνητος, αργοκίνητος· ~τόκος, ANT οξυτόκος. || (ιατρ.) δηλώνει ανωμαλία στη λειτουργία που συνεπάγεται το β' συνθετικό: βραδύγλωσσος, βραδύνους, ANT οξύνους· ~γλωσσία, ~σφυγμία· ~καρδία, ANT ταχυκαρδία.

[λόγ. < αρχ. βραδυ- θ. του επιθ. βραδύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βραδυ-τόκος `που αργεί να γεννήσει΄, ελνστ. βραδύ-γλωσσος, βραδυ-κίνητος & διεθ. brady- < αρχ. βραδυ-: βραδυ-καρδία < νλατ. bradycardia]

βραδυγλωσσία η [vraδiγlosía] Ο25α : η ιδιότητα του βραδύγλωσσου, δυσκολία στην άρθρωση των λέξεων.

[λόγ. < μσν. βραδυγλωσσία < βραδύγλωσσ(ος) -ία]

βραδύγλωσσος -η -ο [vraδíγlosos] Ε5 : που μιλάει αργά και δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων.

[λόγ. < ελνστ. βραδύγλωσσος]

βραδυκαρδία η [vraδikarδía] Ο25 : (ιατρ.) η επιβράδυνση των παλμών της καρδιάς. ANT ταχυκαρδία.

[λόγ. < νλατ. bradycardia < brady- = βραδυ- + αρχ. καρδ(ία) -ία]

βραδύκαυστος -η -ο [vraδíkafstos] Ε5 : που καίγεται αργά, βαθμηδόν· βραδυφλεγής: Bραδύκαυστο φιτίλι.

[λόγ. βραδυ- + καυσ- (καίω) -τος μτφρδ. αγγλ. slow-burning ή γαλλ. à combustion lente]

βραδυκίνητος -η -ο [vraδikínitos] Ε5 : 1. που κινείται αργά· αργοκίνητος: Bραδυκίνητο όχημα. 2. (μτφ.) αργός, νωθρός: Παχύς και ~ άνθρωπος. Bραδυκίνητη γραφειοκρατία.

[λόγ. < ελνστ. βραδυκίνητος]

βραδύνοια η [vraδínia] Ο27 : (ψυχ.) δυσκολία, αδυναμία στη νόηση, λόγω μειωμένης ικανότητας της αντίληψης ή της κρίσης. ANT αγχίνοια. || (ιατρ.) η αντίστοιχη παθολογική κατάσταση.

[λόγ. < ελνστ. βραδύνοια]

βραδύνους -ους -ουν [vraδínus] Ε12ε : (λόγ.) που έχει μειωμένη αντιληπτική ή κριτική ικανότητα, που εννοεί δύσκολα, καθυστερημένος, κουτός. ANT αγχίνους. || (ιατρ.) που πάσχει από βραδύνοια: Bραδύνοα άτομα. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. βραδύνους < βραδύ(ς) + νοῦς κατά το οξύνους]

βραδύνω [vraδíno] Ρ8.1α : (λόγ.) 1. κάνω κτ. βραδύ, ελαττώνω την ταχύτητα· (πρβ. επιβραδύνω). ANT ταχύνω: Bράδυνε το βήμα της. 2. (στο γ' πρόσ.) γίνομαι με καθυστέρηση, αργοπορώ: H λύση του προβλήματος δε θα βραδύνει.

[λόγ. < αρχ. βραδύνω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες