Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούληση η [vúlisi] Ο33 : 1. σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού: Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή ~. H κυβέρνηση έχει την πολιτική ~ να προχωρήσει σε αλλαγές. || (έκφρ.) κατά ~: α. όπως και όταν θέλει κάποιος: Ενεργεί κατά ~. β. (στρατ.) παράγγελμα που επιτρέπει ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής: Πυρ κατά ~. (λόγ.) οικεία* βουλήσει. 2. (ψυχ.) ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται στην τάση για κτ. και στην προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού που επιλέχθηκε και αποφασίστηκε συνειδητά: Iσχυρή / ασθενής ~. H ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής. Ο πόθος, η ευχή, η επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης βούλησης.
[λόγ. < αρχ. βούλη(σις) -ση]