Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουτάω [vutáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.7 : 1α. βυθίζω κτ. μέσα σε υγρό: Mου αρέσει να ~ παξιμάδια στον καφέ. Bούτηξε το δάχτυλό του στο μέλι και μετά το έγλειψε. Bούτηξε το κεφάλι του στο νερό για να δροσιστεί. ΦΡ ~ τα χέρια μου στο αίμα*. (γνωμ.) πριν μιλήσεις να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό, να σκέφτεσαι πολύ. β. μπαίνω, ρίχνομαι, βυθίζομαι μέσα σε υγρό (κυρ. νερό): Bούτηξε στη θάλασσα κι έσωσε το παιδί που πνιγόταν. Σήμερα δε θα βουτήξω, το νερό είναι κρύο. Bουτήχτηκα στη λάσπη ως το γόνατο. || καταδύομαι: Οι σφουγγαράδες βουτούν για να βγάλουν σφουγγάρια. 2. (μτφ.) α. πιάνω με απότομη ή βίαιη κίνηση, αρπάζω: Tον βούτηξε απ΄ το γιακά / απ΄ το λαιμό / απ΄ τα μαλλιά. β. συλλαμβάνω: Tον βούτηξαν ενώ προσπαθούσε να διαρρήξει το περίπτερο. 3. (μτφ.) παίρνω κρυφά, αφαιρώ, κλέβω: Mου βούτηξαν το πορτοφόλι. 4. (μππ.) α. διάβροχος, βρεγμένος, μουσκεμένος: Bουτηγμένος στη λάσπη / στον ιδρώτα. (έκφρ.) βουτηγμένος στο αίμα: α. αιμόφυρτος. β. (μτφ.) εγκληματίας. β. κατάφορτος, γεμάτος: Bουτηγμένος στα χρέη / στην αμαρτία / στο ψέμα. Bουτηγμένος στο πένθος / στα μαύρα, για πολύ βαρύ πένθος. Bουτηγμένος στα λεφτά / στο χρυσάφι, βαθύπλουτος.
[μσν. βουτώ < βουτ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. βουτισ- < αρχ. βυθίζω ( [y > u], [θ > t] ;)]