Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουλιμία η [vulimía] Ο25 : 1. υπερβολική, ακατάσχετη όρεξη, λαιμαργία: Έτρωγα με ~. Kοίταζε με ~ τη λαχταριστή μακαρονάδα. || (ψυχ.) υπερβολική λαιμαργία που οφείλεται σε ψυχολογικά ή παθολογικά αίτια. 2. (μτφ.) έντο νη, ακατάσχετη επιθυμία για κτ.: Ερωτική ~. H ~ των εμπόρων για κέρ δη ανέβασε τις τιμές.
[λόγ. < αρχ. βουλιμία]