Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοτανικ%
2 εγγραφές [1 - 2]
βοτανική η [votanikí] Ο29 : κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φυτά ως προς τη μορφή, την υφή, τη γεωγραφική εξάπλωση και την ιστορία τους, φυτολογία. || το σχετικό επιστημονικό βιβλίο: Εγχειρίδιο βοτανικής.

[λόγ. < γαλλ. botanique (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. βοτανικός `που αναφέρεται στα βότανα, στα φυτά΄]

βοτανικός -ή -ό [votanikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα φυτά: Bοτανικές μελέτες. 2. που αποτελείται από φυτά: Bοτανική συλλογή. || ~ κήπος, χώρος στον οποίο γίνεται υποδειγματική καλλιέργεια φυτών για επιστημονικούς και διδακτικούς σκοπούς.

[λόγ. < ελνστ. βοτανικός (βοτανικός κήπος: μτφρδ. γαλλ. jardin botanique < ελνστ. βοτανικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες