Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βορράς ο [vorás] Ο1 (χωρίς πληθ.) : 1. ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα, εκείνο που βρίσκεται προς την κατεύθυνση του βόρειου πόλου (σε αντιδιαστολή προς το νότο): Όταν κοιτάμε προς το βορρά, στο δεξί μας χέρι έχουμε την ανατολή, στο αριστερό τη δύση και πίσω μας το νότο. H βελόνα της πυξίδας δείχνει πάντα το βορρά. || Mαγνητικός / γεωγραφικός* ~. 2. χώρες ή περιοχές, που βρίσκονται: α. κοντά στο βόρειο πόλο ή, γενικότερα, στο βόρειο ημισφαίριο: Οι χώρες / οι περιοχές / οι γλώσσες του βορρά. Οι λαοί του βορρά, των βόρειων χωρών ή περιοχών. Άρχισε ο διάλογος μεταξύ βορρά και νότου, των βόρειων με τις νότιες χώρες. β. στο βόρειο τμήμα ενός ευρύτερου χώρου: Ο ελληνικός ~, η βόρεια Ελλάδα (Mακεδονία, Θράκη). 3. ο βόρειος άνεμος· ο βοριάς.
[λόγ. < αρχ. βορρᾶς (ο θεός του βόρειου ανέμου)]