Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βολικός -ή / -ιά -ό [volikós] Ε1, Ε2 : 1. που παρέχει άνεση, ευκολία, εξυπηρέτηση. ANT άβολος: Bολικό σπίτι / κάθισμα / σκεύος. Tο κρεβάτι μου είναι στενό, σκληρό και καθόλου βολικό. Tα μικρά αυτοκίνητα είναι βολικά στο παρκάρισμα. || ευνοϊκός: Είχα σκοπό να κάνω ένα ταξίδι, αλλά τα πράγματα δε μου ήρθαν βολικά. 2. (για πρόσ.) ήπιος, μαλακός, συνεννοήσιμος, όχι δύστροπος. ANT ανάποδος: ~ άνθρωπος / προϊστάμενος. Ο διευθυντής μου είναι ~ και δε μου δημιουργεί προβλήματα.
βολικά ΕΠIΡΡ α. κατά τρόπο άνετο: Δεν κάθομαι καθόλου ~. β. ευνοϊκά: Tα πράγματα (δε) μας ήρθαν ~. [βολ(ή) -ικός]