Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολίδα
1 εγγραφή
βολίδα η [volíδa] Ο26 : 1. για κτ. που κινείται, εκσφενδονίζεται με μεγάλη ταχύτητα, ορμή: Έτρεξε την απόσταση σαν ~. Mε μια ~ έξω απ΄ την περιοχή ισοφάρισε το σκορ, δυνατό σουτ. 2. (αστρον.) κατηγορία λαμπρών διαττόντων αστέρων, που καίγονται και σβήνουν πριν φτάσουν στο έδαφος. 3. όργανο για τη μέτρηση του βάθους της θάλασσας ή την εξέταση του είδους του βυθού.

[λόγ. < ελνστ. βολίς, αιτ. -ίδα `βλήμα, ακόντιο, βαρίδι για βυθομέτρηση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες