Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολή
2 εγγραφές [1 - 2]
βολή 1 η [volí] Ο29 : 1α. (στρατ.) η εκτέλεση πυρών, η ρίψη βλήματος με πυροβόλο όπλο ή με άλλα συστήματα: ~ περιστρόφου / τουφεκιού, πυροβολισμός. ~ με βλήματα εδάφους αέρος. Ένσφαιρη / άσφαιρη / προειδοποιητική / τιμητική / αναγνωριστική ~. Πεδίο / αξιωματικός βολής. Θα εκτελεστεί ~ πυροβολικού. Mε δύο τρεις εύστοχες βολές κατέστρεψαν το εχθρικό πολυβολείο. (έκφρ.) χαριστική* ~. || το βλήμα: H πρώτη ~ έπεσε μακριά απ΄ το στόχο. || η εκπαίδευση στα σχετικά με τη βολή και τις μεθόδους της: Οι νεοσύλλεκτοι πήγαν για ~. β. (αθλ.) η ρίψη: ~ δίσκου / σφαίρας / ακοντίου / σφύρας. Mε μια καλή ~ έσπασε το πανελ λήνιο ρεκόρ. 2. το διάστημα, η απόσταση που διανύει ένα βλήμα: α. (στρατ.): Ο εχθρός βρίσκεται σε απόσταση βολής. Tα αεροπλάνα είναι εκτός βολής των αντιαεροπορικών. β. (αθλ.): H ~ του σφαιροβόλου ξεπέρασε τα είκοσι μέτρα. 3. (μτφ.) λεκτική επίθεση εναντίον κάποιου, άσκηση κριτικής ή εκτόξευση κατηγοριών: Bολές της αντιπολίτευσης κατά της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. || (έκφρ.) είμαι σε απόσταση / εντός / εκτός βολής, σε θέση, σε απόσταση που (δεν) μπορεί κάποιος να μου επιτεθεί, να με θίξει, να με κριτικάρει.

[λόγ. < αρχ. βολή]

βολή 2 η : (οικ.) συνθήκες που κάνουν τη ζωή, την εργασία σ΄ ένα χώρο εύκολη, άνετη: H κουζίνα μου έχει τα ράφια της, τα συρτάρια της, τα ντουλάπια της· έχει τις βολές της. Άλλαξα σπίτι κι έχασα τη ~ μου. || άνεση, ευκολία: Ο καθένας κοιτάζει τη ~ του.

[αρχ. βολή `ρίξιμο των ζαριών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες