Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλεφαρίδα η [vlefaríδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : σειρά από σκληρές τρίχες που φυτρώνουν στα άκρα των βλεφάρων και χρησιμεύουν στην προστασία των ματιών· ματόκλαδο, (ματο)τσίνορο: Έπεσαν οι βλεφαρίδες του από αρρώστια. Είχε δύο υπέροχα μάτια και μακριές, γυριστές βλεφαρίδες. || (ζωολ.) τριχοειδή νημάτια μικροοργανισμών που χρησιμεύουν ως όργανα κίνησης ή αναπνοής: Kινητικές / αναπνευστικές βλεφαρίδες.
[λόγ. < αρχ. βλεφαρίς, αιτ. -ίδα]