Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιώσιμος -η -ο [viósimos] Ε5 : 1. που έχει πιθανότητες, δυνατότητες να επιζήσει: Tα πολύ πρόωρα βρέφη συχνά δεν είναι βιώσιμα. 2. (μτφ.) α. που έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει κυρίως οικονομικά: H επιχείρηση είναι βιώσιμη. β. που μπορεί να διαρκέσει: H βουλή δεν μπόρεσε να δώσει βιώσιμη κυβέρνηση.
[λόγ. < ελνστ. βιώσιμος, αρχ. σημ.: `(ο χρόνος) που έχει για να ζήσει κανείς΄]