Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιωσιμότητα
1 εγγραφή
βιωσιμότητα η [viosimótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η πιθανότητα, η δυνατότητα κάποιου να επιβιώσει: H ~ της επιχείρησης είναι αμφίβολη.

[λόγ. βιώσιμ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες