Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιοτικός -ή -ό [viotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη ζωή των ανθρώπων: H άνοδος / η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Οι βιοτικές ανάγκες διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα. Οι βιοτικές μέριμνες περιορίζουν τα άλλα ενδιαφέροντα του ανθρώπου.
[λόγ. < ελνστ. βιωτικός, αρχ. σημ.: `κατάλληλος για ζωή΄ (ορθογρ. απλοπ.)]