Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιοπορισμός ο [vioporizmós] Ο17 : η εξασφάλιση των υλικών μέσων επιβίωσης, ιδιαίτερα μέσο της προσωπικής εργασίας: Tραγουδάει ερασιτεχνικά κι όχι για βιοπορισμό.
[λόγ. βιοπορισ(τικός) -μός]