Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιοπάλη η [viopáli] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η εργασία, ο μόχθος, ο αγώνας των φτωχών εργαζομένων για την επιβίωσή τους: Mπήκε στη ~ από μικρό παιδί.
[λόγ. βιο- + πάλη μτφρδ. γαλλ. lutte pour la vie ή αγγλ. struggle for life (δες στο βιοπαλαιστής)]