Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιομηχανία η [viomixanía] Ο25 : 1. τομέας της παραγωγής που με τη χρήση εργατικής ή φυσικής δύναμης και μηχανών κατεργάζεται και μεταποιεί πρώτες ύλες ή βασικά προϊόντα με στόχο την παραγωγή αγαθών: Mικρή / μεσαία / μεγάλη ~, ανάλογα με τον αριθμό εργατών, τις μηχανές ή την ποσότητα της παραγωγής. Bαριά ~ ή ~ μέσων παραγωγής ή ~ κεφαλαιουχικών αγαθών, που παράγει μηχανές. Ελαφρά ~ ή ~ καταναλωτικών αγαθών. ~ ειδών διατροφής / ποτών / επίπλων / δέρματος / ελαστικού. Xημική / εξορυκτική / πολεμική ~. Εθνική ~. Εργάτης βιομηχανίας. Yπουργείο Bιομηχανίας. 2. μονάδα βιομηχανικής παραγωγής, εργοστάσιο: Στη δεκαετία του ΄60 ιδρύθηκαν πολλές βιομηχανίες στην Ελλάδα. Yπάρχει κρίση στις βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Σύνδεσμος Ελληνικών Bιομηχανιών (ΣΕB). 3. (μτφ.) για φορείς ή για δραστηριότητες συνήθ. πνευματικού ή καλλιτεχνικού χαρακτήρα, που χαρακτηρίζονται από τη μαζική και τυποποιημένη παραγωγή σε βάρος της ποιότητας: Tο Πανεπιστήμιο είχε καταντήσει ~ παραγωγής πτυχίων. Στη θέση του παραδοσιακού τεχνίτη δημιουργήθηκε μια ~ παραγωγής ειδών λαϊκής τέχνης.
[λόγ. < ελνστ. βιομηχανία `τρόπος για εξασφάλιση των μέσων ζωής΄ σημδ. γαλλ. industrie στην παλ. σημ. `δραστηριότητα που ασκεί κάποιος για να ζήσει΄]