Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βερμπαλισμός ο [verbalizmós] Ο17 : η χρησιμοποίηση λέξεων, φράσεων και εντυπωσιακών ρητορικών σχημάτων σε ένα λόγο χειμαρρώδη, που είναι όμως κενός νοήματος, ασαφής, που δεν ανταποκρίνεται στις αντίστοιχες έννοιες: Tον χαρακτηρίζει ένας άκρατος ~. Aυτά που είπε είναι καθαρός ~.
[λόγ. < γαλλ. verbalisme (-isme = -ισμός)]