Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βεράντα η [veránda] Ο25 : πλατύς εξώστης στεγασμένος ή όχι, που στηρίζεται συνήθ. σε κολόνες: Bγήκε στη ~ να πάρει λίγο αέρα. || στο ισόγειο των εξοχικών συνήθ. σπιτιών, μακρύς, στεγασμένος χώρος με κολόνες, που αποτελεί και την είσοδο του σπιτιού.
βεραντούλα η YΠΟKΟΡ. [ιταλ. veranda `πλατύ, στεγασμένο μπαλκόνι΄ < αγγλ. verandah· βεράντ(α) -ούλα]