Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βελονιά η [veloná] Ο24 : 1. το τρύπημα υφάσματος με βελόνα, ως διαδικασία ραψίματος: Bάλε δύο τρεις βελονιές στον ποδόγυρο, για να μην κρέμεται. 2. το τρύπημα με βελόνα: Aκόμα φαίνονται οι βελονιές απ΄ τις ενέσεις που έκανα. 3. η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικά τρυπήματα βελόνας στο ύφασμα και το αντίστοιχο τμήμα της κλωστής: Aραιά / πυκνή / ψιλή ~. 4. είδος ραφής που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που περνάει η βελόνα από το ύφασμα: Ίσια / λοξή / κρυφή / σταυρωτή ~. 5. (μτφ.) πόνος οξύς που μοιάζει με τσίμπημα βελόνας: Ένιωσα βελονιές σ΄ όλο μου το σώμα.
[βελόν(α) -ιά]
- βελονιάζω [velonázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ράβω αραιά και πρόχειρα· τρυπώνω. 2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας: Δε βλέπει να βελονιάσει την κλωστή. 3. περνώ κτ. σε νήμα με μια βελόνα· αρμαθιάζω: ~ τα φύλλα του καπνού.
[βελόν(α) -ιάζω]
- βελόνιασμα το [velónazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βελονιάζω.
[βελονιασ- (βελονιάζω) -μα]