Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βατράχι το [vatráxi] Ο44 : μικρό τετράποδο αμφίβιο χωρίς ουρά, που ζει στις λίμνες, στους ποταμούς και στους βάλτους, έχει λείο πρασινωπό δέρμα, γουρλωτά μάτια και μετακινείται με μεγάλα πηδήματα· βάτραχος: Ο βάλτος είναι γεμάτος βατράχια. ΦΡ καταπίνω βατράχια, για δύσκολες περιστάσεις. βρέχει / ρίχνει βατράχια, για καταρρακτώδη βροχή.
βατραχάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό βατράχι. 2. παιδικό παιχνίδι. [αρχ. βατράχιον υποκορ. του βάτραχος]
- βάτραχος ο [vátraxos] Ο20α θηλ. βατραχίνα [vatra
ína] Ο26 : μικρό τετράποδο αμφίβιο χωρίς ουρά, που ζει στις λίμνες, στους ποταμούς και στους βάλτους, έχει λείο πρασινωπό δέρμα, γουρλωτά μάτια και μετακινείται με μεγάλα πηδήματα· βατράχι: Ο ~ κοάζει. [αρχ. βάτραχος· βάτραχ(ος) -ίνα]