Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαρύτονος ο [varítonos] Ο20 : (μουσ.) αντρική φωνή ανάμεσα στον τενόρο και στο βαθύφωνο.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. baritono (στη νεότ. σημ.) < αρχ. βαρύτονος `που βγάζει βαθύ ήχο (για σκύλο)΄]
- βαρύτονος 1 -η -ο [varítonos] Ε5 : (γραμμ.) που δεν τονίζεται στη λήγουσα: Tα βαρύτονα ονόματα τονίζονται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα. Bαρύτονα ρήματα.
[λόγ. < ελνστ. βαρύτονος]
- βαρύτονος 2 -η -ο : (μουσ.) για μουσικά όργανα που ο ήχος τους πλησιάζει τη φωνή του βαρύτονου: Bαρύτονο σαξόφωνο.
[λόγ. επίθ. < ουσ. βαρύτονος (δες λ.)]