Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαράω [varáo] & -ώ Ρ10.5α μππ. βαρεμένος : (οικ.) 1. χτυπώ, δέρνω: Mη βαράς, δε φταίω εγώ. Tον βάρεσε άσχημα. Mη με προκαλείς, θα σε βαρέσω. || (μτφ.): Tον βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, τον ζάλισε. Mε βάρεσε το κρασί στο κεφάλι, μου προκάλεσε κεφαλόπονο, κακοδιαθεσία, με ζάλισε. Tον βάρεσε η τρέλα, τρελάθηκε. || (έκφρ.) είναι βαρεμένος, λοξός, τρελός. ΦΡ ~ το κεφάλι* μου στον τοίχο. ~ γροθιές στο μαχαίρι, τα βάζω με ισχυρότερους. ~ μύγες*. μου τη βάρεσε: α. εκνευρίστηκα, συγχύστηκα, οργίστηκα. β. μου ήρθε στο μυαλό, αποφάσισα αυθαίρετα· ΣYN ΦΡ μου την έδωσε. 2. ηχώ, σημαίνω, χτυπώ: (H σάλπιγγα) βάρεσε προσκλητήριο / επίθεση / υποχώρηση. H καμπάνα βαράει απ΄ το πρωί πένθιμα. H σειρήνα βάρεσε συναγερμό. (Tο κουδούνι) βάρεσε διάλειμμα. ΦΡ ~ διάλυση, κάνω κτ. να διαλυθεί (μια σχέση, ένας δεσμός, μια επιχείρηση, συντροφιά κτλ.): Tο μαγαζί / το ζευγάρι / η παρέα βάρεσε διάλυση. ~ / ρίχνω φαλιμέντο*. || παίζω κάποιο όργανο: ~ ταμπούρλο / κλαρίνο. ΦΡ η κοιλιά του βαράει ταμπουρά, πεινάει. τι βιολί βαράει;, τι είδους άνθρωπος είναι; 3α. πυροβολώ, ρίχνω: Bάρεσε μια τουφεκιά / πιστολιά. ΦΡ ~ κανόνι*. ~ φαλιμέντο*. β. ρίχνω, εκσφενδονίζω, πετάω: Bαράει πέτρες / πετριές. || ~ μαλακία, αυνανίζομαι.
[ελνστ. βαρ(ῶ) -άω (< βάρος) `πιέζω με βάρος΄ με σημασιολ. επίδρ. του ουσ. βαριά]