Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαπτιστής ο [vaptistís] Ο7 : (εκκλ.) οπαδός προτεσταντικών ομολογιών που αρνούνται το βάπτισμα κατά τη νηπιακή ηλικία.
[λόγ. < αγγλ. baptist (στη νέα σημ.) < γαλλ. baptiste < υστλατ. baptista < ελνστ. βαπτιστής `ιερέας που βαφτίζει΄]