Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βανδαλισμός
1 εγγραφή
βανδαλισμός ο [vanδalizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : βάρβαρη, καταστροφική πράξη: Οι φίλαθλοι μετά τον αγώνα επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς και βιαιότητες. || (ειδικότ.) καταστροφή έργων τέχνης και πολιτισμού: H καταστροφή μνημείων είναι ασυγχώρητος ~.

[λόγ. < γαλλ. vandalisme < εθν. Vandal(e) `Βάνδαλος΄ -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες