Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαλίτσα η [valítsa] Ο25 : φορητή αποσκευή παραλληλεπίπεδου σχήματος, που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη και τη μεταφορά συνήθ. ρούχων και προσωπικών ειδών ανθρώπων που ταξιδεύουν: Δερμάτινη / πλαστική / μικρή / μεγάλη / μαύρη / κόκκινη ~. Πού να χωρέσουν τόσα ρούχα μέσα σε μια μικρή ~! Φτιάχνω / ετοιμάζω τη ~ μου για να ταξιδέψω. || ό,τι χωράει, περιέχεται σε μια βαλίτσα: Για μιας βδομάδας ταξίδι πήρε μαζί της πέντε βαλίτσες ρούχα. ΦΡ πάει μακριά η ~, για κτ. που παίρνει δυσανάλογα μεγάλες, κυρίως χρονικές, διαστάσεις: Θα πάει μακριά η ~;, θα συνεχιστεί για πολύ αυτή η υπόθεση / η κατάσταση / η ιστορία;
βαλιτσάκι το YΠΟKΟΡ και ειδικότερα μικρή βαλίτσα που περιέχει επαγγελματικά σύνεργα: Tο ~ του υδραυλικού / του ηλεκτρολόγου / του τεχνίτη. βαλιτσούλα η YΠΟKΟΡ. [ιταλ. (διαλεκτ.) *valicia(;) (σύγκρ. ιταλ. valigia, διαλεκτ. balicia)· βαλίτσ(α) -ούλα]