Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βακτήριο
6 εγγραφές [1 - 6]
βακτήριο το [vaktírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) φυτικός ή ζωικός μικροοργανισμός που ζει παρασιτικά· βακτηρίδιο.

[λόγ. < αρχ. βακτήριον `μπαστουνάκι΄ (υποκορ. του βακτηρία) σημδ. γαλλ. bactère (στη νέα σημ.) < μσνλατ. bacterium < αρχ. βακτήριον & σημδ. γαλλ. bacille (δες στο βάκιλος)]

βακτηριοθεραπεία η [vaktirioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) προληπτική ή θεραπευτική μέθοδος (συνήθ. για λοιμώδεις ασθένειες), κατά την οποία χρησιμοποιούνται βακτηρίδια.

[λόγ. < γαλλ. bactériothérapie < bactério- = βακτήρι(ον) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]

βακτηριοκτόνος -ος / -α -ο [vaktirioktónos] Ε14 : (φαρμ.) κάθε φυσική ή χημική ουσία που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει τα βακτηρίδια: Tα κυριότερα βακτηριοκτόνα αντιβιοτικά είναι η πενικιλίνη και η στρεπτομυκίνη.

[λόγ. βακτήρι(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. bactéricide]

βακτηριολογία η [vaktiriolojía] Ο25 : κλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται με τα βακτηρίδια.

[λόγ. < γαλλ. bactériologie < bactério- = βακτήρι(ον) -ο- + -logie = -λογία]

βακτηριολογικός -ή -ό [vaktiriolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη βακτηριολογία.

[λόγ. < γαλλ. bactériologique < bactériolog(ie) = βακτηριολογ(ία) -ique = -ικός]

βακτηριολόγος ο [vaktiriolóγos] Ο18 θηλ. βακτηριολόγος [vaktiriolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη βακτηριολογία.

[λόγ. < γαλλ. bactériologue < bactério- = βακτήρι(ον) -ο- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες