Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαθμοφόρος ο [vaθmofóros] Ο18 θηλ. βαθμοφόρος [vaθmofóros] Ο35 : αυτός που έχει κάποιο βαθμό, αξίωμα σε μια ιεραρχία (κυρ. στο στρατό ή σε στρατιωτικά οργανωμένες ομάδες): Λόχος Yποψηφίων Bαθμοφόρων (ΛYB). ~ στους προσκόπους.
[λόγ. βαθμ(ός) -ο- + -φόρος απόδ. γαλλ. gradé· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]