Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βίωση η [víosi] Ο33 : ο άμεσος και προσωπικός τρόπος που κάποιος ζει γεγονότα ή καταστάσεις.
[λόγ. < ελνστ. βίω(σις) `τρόπος ζωής΄ -ση σημδ. γερμ. Εrlebnis]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. βίω(σις) `τρόπος ζωής΄ -ση σημδ. γερμ. Εrlebnis]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |