Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βίντεο το [vídeo] Ο (άκλ.) : 1. σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής της εικόνας σε μαγνητική ταινία: Mηχανή λήψεως ~. H ταινία γυρίστηκε σε ~. 2. η συσκευή που αναπαράγει ή και εγγράφει εικόνα σε ειδική μαγνητική ταινία: Aγόρασα καινούριο ~. Kέρδισε ένα ~ σε διαγωνισμό. 3. η βιντεοκασέτα. || (ως επίρρ.): Λήψη ~.
[λόγ. < αγγλ. video]
- βιντεοθήκη η [videoθíki] Ο30 : 1. συλλογή ή αρχείο βιντεοκασετών. 2. έπιπλο για την τοποθέτηση βιντεοκασετών. 3. βιντεοκλάμπ.
[λόγ. βίντε(ο) -ο- + -θήκη]
- βιντεοκάμερα η [videokámera] Ο27 : μηχανή λήψης για βιντεοταινίες.
[λόγ. < αγγλ. video camera]
- βιντεοκασέτα η [videokaséta] Ο25 : κασέτα με μαγνητική ταινία, που πάνω της έχει αποτυπωθεί (μαγνητοσκοπηθεί) τηλεοπτικό υλικό.
[λόγ. < αγγλ. video cassett(e) -α]
- βιντεοκλάμπ το [videokláb] Ο (άκλ.) : κατάστημα που νοικιάζει ή πουλάει βιντεοκασέτες.
[λόγ. < αγγλ. video club]
- βιντεοκλίπ το [videoklíp] Ο (άκλ.) : σύντομη τηλεοπτική ή κινηματογραφική ταινία που αποτελεί την οπτική μεταφορά ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού.
[λόγ. < αγγλ. video clip]
- βιντεοσκόπηση η [videoskópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βιντεοσκοπώ.
[λόγ. βιντεοσκοπη- (βιντεοσκοπώ) -σις > -ση]
- βιντεοσκοπώ [videoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κινηματογραφώ με βιντεοκάμερα.
[λόγ. βίντε(ο) -ο- + -σκοπώ]
- βιντεοταινία η [videotenía] Ο25 : 1. μαγνητική ταινία, που πάνω της έχει αποτυπωθεί (μαγνητοσκοπηθεί) τηλεοπτικό υλικό. 2. το έργο, η εκπομπή που έχει αποτυπωθεί σε βιντεοταινία.
[λόγ. βίντε(ο) -ο- + ταινία μτφρδ. αγγλ. videotape]