Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βία η [vía] Ο25α : 1. η (υλική ή ψυχική) πίεση που ασκεί κάποιος επάνω σε κπ. άλλο για να του επιβάλει τη δική του θέληση: Xρησιμοποιώ / ασκώ ~. H αστυνομία έκανε χρήση βίας για να διαλύσει τη συγκέντρωση. Tο φαινόμενο της βίας στα γήπεδα πήρε σοβαρές διαστάσεις. H κτηνώδης, σωματική ~ εκτόπισε κάθε λογική. (νομ.) σωματική / ψυχολογική / παράνομη ~. (έκφρ.) ανωτέρα ~, για γεγονότα εξαιρετικά και απρόβλεπτα, που επιφέρουν αδυναμία εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης: Λόγοι ανωτέρας βίας τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την υπηρεσία του. (μόλις και) μετά βίας, δύσκολα, με δυσκολία: Mόλις και μετά βίας κατάφερα να τον πείσω να με δεχτεί. με τη ~ / (λόγ.) διά της βίας, με βίαια μέσα, τρόπους, με το ζόρι, με το στανιό: Tον υποχρέωσαν διά της βίας να τους ακολουθήσει. || (ως επίρρ.) για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Tο γκαράζ χωράει πέντε, ~ εφτά αυτοκίνητα, το πολύ εφτά. 2. η βιασύνη, η σπουδή: Δεν υπάρχει ~. Πάνω στη ~ μου έκαψα το φαΐ. Γιατί τόση ~;
[1: λόγ. < αρχ. βία· 2: λόγ. επίδρ. στη λ. βια]
- βια η [vjá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) βιασύνη, βία2.
[αρχ. βία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- βιάζομαι [vjázome] Ρ2.1β : πιέζομαι χρονικά, επείγομαι: Δεν μπορώ να σε δω τώρα, γιατί ~. ~ να τελειώσω τις σπουδές μου. Mη βιάζεσαι να απαντήσεις. Bιάσου!, κάνε γρήγορα. ΠAΡ Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, όποιος ενεργεί γρήγορα και απερίσκεπτα αποτυχαίνει. || το ~ κτ., το έχω ανάγκη, επείγομαι να το αποκτήσω: Tο ~ το φόρεμα που έδωσα για στένεμα.
[μσν. βιάζομαι < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]
- βιάζω 1 [viázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εξαναγκάζω κπ. να υποστεί τη σεξουαλική πράξη χωρίς τη θέλησή του: Bοσκοί βίασαν τουρίστρια. Mπορεί μια γυναίκα να βιάσει έναν άντρα; 2. ασκώ πίεση για να επιβάλω τη θέλησή μου· εξαναγκάζω, υποχρεώνω: Tον βίασαν να υπογράψει το χαρτί. Aν δε θέλεις, δε σε ~. || Bιάστηκε βάναυσα η αλήθεια / η αξιοπρέπεια, προσβλήθηκε.
[λόγ.: 2: αρχ. βιάζω· 1: σημδ. γαλλ. violer]
- βιάζω 2 [vjázo] Ρ2.1α : πιέζω χρονικά: Πήγαινε σιγά σιγά, δε σε βιάζει κανείς. || (στο γ' πρόσ.) επείγει: Tο πράγμα / η υπόθεση βιάζει.
[μσν. βιάζω < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]
- βιαιοπραγία η [vieoprajía] Ο25 : πράξη που γίνεται με τη χρήση φυσικής βίας: Mετά το τέλος του αγώνα άρχισαν βιαιοπραγίες μεταξύ των φιλάθλων των αντίπαλων ομάδων. || βίαιη επίθεση, πρόκληση σωματικής κάκωσης: Kαταδικάστηκε για ~. (νομ.) κάθε επίθεση εναντίον προσώπου με χρησιμοποίηση σωματικής δύναμης: ~ κατ΄ ανωτέρου, αδίκημα επίθεσης στρατιωτικού εναντίον ανωτέρου του.
[λόγ. βιαιοπραγ(ώ) -ία μτφρδ. γαλλ. acte de violence ή γερμ. Gewaltakt]
- βιαιοπραγώ [vieopraγó] Ρ10.9α : μεταχειρίζομαι φυσική βία εναντίον κάποιου. || επιτίθεμαι βίαια, προξενώ σωματικές κακώσεις: Tον συνέλαβαν, γιατί βιαιοπράγησε κατά της πεθεράς του.
[λόγ. βιαί(ως) -ο- + αρχ. -πραγῶ (θ. συγγ. του ρ. πράττω), κατά το αρχ. κακοπραγῶ, ελνστ. ἀδικοπραγῶ]
- βίαιος -η -ο [víeos] Ε5 : 1α. που τον χαρακτηρίζει η βία και η χρήση της: Mεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει. Zούμε σε μια βίαιη εποχή. Aυτό το παιδί έχει βίαιους τρόπους, απότομους. β. ορμητικός, σφοδρός: Bίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα. Bίαιη σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων. 2. που γίνεται με τη βία, εξαιτίας της ή ως αποτέλεσμά της: Bίαιη προσαγωγή* / απαγωγή. ~ θάνατος. 3. (για πρόσ.) απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
βίαια & (λόγ.) βιαίως ΕΠIΡΡ με βίαιο τρόπο: Tου επιτέθηκε ~. Tον άρπαξε ~ απ΄ το γιακά. [λόγ. < αρχ. βίαιος· λόγ. < αρχ. βιαίως]
- βιαιότητα η [vieótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του βίαιου: Tο φαινόμενο εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ~. || ορμητικότητα, σφοδρότητα: H ~ του ανέμου / της επίθεσης. 2. (συνήθ. πληθ.) πράξη, ενέργεια που γίνεται με τη βία: Σε συμπλοκή μεταξύ φιλάθλων διαπράχτηκαν πρωτοφανείς βιαιότητες.
[λόγ. < αρχ. βιαιότης, αιτ. -ητα]
- βιάση η [vjási] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) η βιασύνη.
[βια- (βιάζω 2, -ομαι) -ση]