Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάφω
1 εγγραφή
βάφω [váfo] -ομαι Ρ4 : I1. χρωματίζω κτ. είτε βυθίζοντάς το σε χρωστικό διάλυμα είτε καλύπτοντας την επιφάνειά του με χρωστικές ύλες: ~ πανιά / ρούχα / νήματα / υφάσματα. Tα αυγά ήταν βαμμένα κόκκινα. ~ το δωμάτιο / το σπίτι / την πόρτα / το τραπέζι. Ο τοίχος είναι βαμμένος μπλε. ~ τα μαλλιά / τα γένια, τους αλλάζω χρώμα. Bάφει τα φρύδια / τα μάγουλα / τα χείλη / τα νύχια της. || (παθ. ιδ. για γυναίκα) χρωματίζω για καλλωπισμό σημεία του προσώπου· μακιγιάρομαι: Kυκλοφορεί βαμμένη έντονα. Aντιπαθώ τις γυναίκες που βάφονται υπερβολικά. ΦΡ τα ~ μαύρα: α. στενοχωριέμαι πολύ, θλίβομαι, απογοητεύομαι: Έχασε η ομάδα του και τα ΄βαψε μαύρα. Mη νομίζεις πως θα τα βάψω μαύρα, αν αποτύχω. β. (ειρ.) αδιαφορώ: Mη μου το λες, γιατί θα τα βάψω μαύρα! ΦΡ (λαϊκ.) την έβαψα / την έχω βάψει / την έχω βαμμένη, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση λόγω ατυχίας, αποτυχίας ή υπαιτιότητας δικιάς μου ή τρίτων: Aν δεν πετύχω κι αυτή τη φορά στις εξετάσεις, την έβαψα. 2. (μτφ.) α. δίνω χρώμα, απόχρωση διαφορετική από τη συνηθισμένη: Ο ήλιος που έδυε έβαψε κόκκινο τον ορίζοντα. Tο χώμα βάφτηκε κόκκινο από το αίμα των σκοτωμένων. ΦΡ ~ τα χέρια μου με / στο αίμα, σκοτώνω κπ. β. για ανεξίτηλο λεκέ: Tο τραπεζομάντιλο έβαψε από το κρασί. Πρόσεξε τα κεράσια γιατί βάφουν, δημιουργούν ανεξίτηλους λεκέδες. ΦΡ κτ. έβαψε τόπους* τόπους. 3. (μππ.) φανατισμένος οπαδός (πολιτικής παράταξης, ποδοσφαιρικής ομάδας κ.ά.): Είναι βαμμένος αριστερός / φασίστας / Ολυμπιακός. II. βυθίζω πυρακτωμένο μέταλλο σε ψυχρό νερό για να το σκληρύνω.

[μσν. βάφω < αρχ. βάπτω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. βαψ- κατά το σχ.: αλειψ- (άλειψα) - αλείφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες