Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βάσανος
1 item total
βάσανος η [vásanos] Ο36 : (λόγ.) λεπτομερής, εξαντλητική εξέταση, δοκιμασία, έλεγχος για εξακρίβωση της αλήθειας, της γνησιότητας ή της ακρίβειας: Οι θεωρίες του δεν άντεξαν στη βάσανο της κριτικής.

[λόγ. < αρχ. βάσανος `σκληρή πέτρα για έλεγχο των μετάλλων΄ (αιγυπτ. προέλ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go