Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάσανο
2 εγγραφές [1 - 2]
βάσανο το [vásano] Ο40 : 1. (συνήθ. πληθ.) ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία, δεινοπάθημα, στενοχώρια, σκοτούρα: Tα βάσανα της ζωής / της αγάπης / του κόσμου δεν έχουν τέλος. M΄ έφαγαν οι πίκρες και τα βάσανα. Έχω τα βάσανά μου, έχω κι εσένα να με ταλαιπωρείς! (έκφρ.) μπαίνω στα βάσανα, ταλαιπωρούμαι. τελείωσαν τα βάσανά μου, όταν τελειώσει ή πετύχει κτ. ύστερα από πολλές προσπάθειες και κόπους. μετά κόπων και βασάνων / με κόπους και με βάσανα / με χίλια βάσανα, ύστερα από πολλή προσπάθεια, μόχθο, με μεγάλη δυσκολία· ΣYN έκφρ. με (τα) χίλια ζόρια. 2α. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που προξενεί βάσανα: Zωή / δουλειά είναι αυτή ή ~; Aυτό το παιδί είναι ~. β. πρόσωπο, συνήθ. γυναίκα, που προξενεί ερωτική στενοχώρια, ταλαιπωρία· ερωμένη. βασανάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2β.

[μσν. βάσανον < ελνστ. βάσανος, (στη νέα σημ., αρχ. σημ. δες στο βάσανος) μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

βάσανος η [vásanos] Ο36 : (λόγ.) λεπτομερής, εξαντλητική εξέταση, δοκιμασία, έλεγχος για εξακρίβωση της αλήθειας, της γνησιότητας ή της ακρίβειας: Οι θεωρίες του δεν άντεξαν στη βάσανο της κριτικής.

[λόγ. < αρχ. βάσανος `σκληρή πέτρα για έλεγχο των μετάλλων΄ (αιγυπτ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες