Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιωνόβιος -α -ο [eonóvios] Ε6 : που ζει πολλά χρόνια: Δάσος με αιωνόβια δέντρα. || (για πρόσ., ιδ. ως ουσ.) που είναι περίπου εκατό ετών: Περιοχή με πολλούς αιωνόβιους.
[λόγ. < ελνστ. αἰωνόβιος `αθάνατος΄ (για το Θεό) σημδ. αγγλ. age-old ή γαλλ. séculaire]