Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιτιολογία η [etiolojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιτιολογώ: H ~ της δικαστικής απόφασης. α. δικαιολογία: Aπουσία / άρνηση / απόλυση χωρίς ~. β. αιτία: Φυσικό φαινόμενο άγνωστης αιτιολογίας.
[λόγ. < αρχ. αἰτιολογία `ερμηνεία των αιτίων΄ κατά τη σημ. της λ. αιτιολογώ]