Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αόρατος -η -ο [aóratos] Ε5 : 1.που δεν είναι ορατός, που δεν μπορεί να τον δει κάποιος· αθέατος: Ο Θεός είναι ~. H αόρατη πλευρά της σελήνης. «Ο ~ άνθρωπος» είναι ένα βιβλίο που διαβάστηκε πολύ. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί να τον προσδιορίσει ή να τον προβλέψει κάποιος: Tο μέλλον είναι αόρατο. Οι αόρατες δυνάμεις.
[λόγ. < αρχ. ἀόρατος]